Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Φωτογράφιση χωρίς εκτύπωση

Γράφει η Φωτεινή Ψιρολιόλιου

Οι σειρήνες δεν χτυπούν ακατάπαυστα. Λειτουργούν σε χαμηλά ντεσιμπέλ γιατί δεν απευθύνονται στα εξωτερικά αισθητήρια. Στο επίκεντρο είναι το μυαλό και οι συνειδήσεις, όπου η βλάβη είναι ανήκεστη, η επαναφορά σχεδόν αδύνατη, η υποδούλωση αναίμακτη, ο πόλεμος ακήρυχτος.

Νιώθεις περήφανος για την ελευθερία επιλογής της αιχμαλωσίας σου, άγχεσαι μην σε ξεράσει το σύστημα και μείνεις εκτός και γραφικός. Αλλάζεις τα κανάλια της ενημέρωσής σου κάνοντας χρήση της στιγμιαίας επιλογής ή αποεπιλογής τους, ενώ είσαι παγιδευμένος σε ασελγή προπαγανδισμό και στην ηθικότερη απόκρυψη της αλήθειας.

Αναρωτιέσαι πως κάτι δεν λειτουργεί ορθά ώστε να μη συμμερίζεσαι την ευφορία που νιώθουν όσοι ανήκουν στην ιδιόμορφη κάστα, που κόπτονται να σε εκπροσωπήσουν σε πεδία και κέντρα λήψης αποφάσεων, που αντιπροσωπεύεσαι εσύ, ο πολίτης νούμερο.

Απ την άλλη, βιώνεις και πολύ καλά, ως ένα ακόμη υπέρτατο χρέος κάθε χρέος προς τη εφορία, νιώθοντας πως ελαφρώνεις κάθε φορά που την ασημώνεις ή μάλλον χρυσώνεις, κάνοντας ένα ακόμη βήμα προς την ευθανασία..

Έχεις αποδείξει πως μπορείς να καταπιείς τόσα μνημόνια και είσαι έτοιμος για πόσα άλλα ακόμη, κλείνοντας τη μύτη και καταπίνοντάς τα, σαν τα άθλια σιρόπια των παιδικών σου χρόνων.

Έπαιξες το ρόλο του γονιού που έκανε τη μετάβαση από το 80 και εντεύθεν, σε ένα χώρο που τελικά ήταν ένας υποτιμημένος παράδεισος, χωρίς τις γνωστές απαγορεύσεις και δέντρα μόνο του θεωρητικά « καλού κι ωφέλιμου».

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Το δώρο της ψυχοθεραείας.



Μια γυναίκα μέσης ηλικίας που έβλεπα για ένα περίπου χρόνο, είχε χάσει τα περισσότερα μαλλιά της από την ακτινοθεραπεία που έκανε για έναν όγκο στον εγκέφαλο. Την απασχολούσε πολύ η εμφάνιση της και συχνά μιλούσε για το πόσο φρικτή θα την έβρισκαν οι άλλοι, αν δεν φορούσε περούκα. Τη ρώτησα πως νόμιζε πως θα αντιδρούσα εγώ. Πίστευε ότι κι εγώ, θα άλλαζα άποψη για εκείνη.

Τις επόμενες εβδομάδες, άρχισε να επεξεργάζεται το ενδεχόμενο να βγάλει την περούκα της στο γραφείο μου και σε μια συνεδρία, μου ανακοίνωσε, πως είχε φτάσει η στιγμή.

Κόμπιασε λίγο κι αφού μου ζήτησε να κοιτάξω άλλού, έβγαλε την περούκα και με την βοήθεια ενός μικρού καθρέφτη, τακτοποίησε τις τούφες, που τις απέμειναν. Όταν ξαναέστρεψα το βλέμμα μου πάνω της, ένιωσα ένα στιγμιαίο-μόνο στιγμιαίο όμως- σοκ για το πόσο γερασμένη φαινότανε αλλά γρήγορα ξανασυνδέθηκα με την ουσία του συμπαθητικού ανθρώπου που γνώριζα και είχα την φαντασίωση ότι περνάω τα δάχτυλα μου από τα λιγοστά μαλλιά της. Όταν με ρώτησε πως ένιωθα, της ανέφερα την φαντασίωση. Τα μάτια της, γέμισαν δάκρυα κι άπλωσε το χέρι της να πάρει χαρτομάντηλο.

Αποφάσισα να προχωρήσω ακόμη πιο πέρα.

«Θέλεις να το δοκιμάσουμε; Τη ρώτησα.