«Είναι ονειρική η αίσθηση όταν
οδοιπορείς προς ένα σκοπό και η φωνή σου ενώνεται με τους άλλους, σαν ρυάκια
που κυλούν από απόκρυφες πηγές του βουνού και ανταμώνουν στον μεγάλο ποταμό.
Φωνές που μιλούν για εργασιακά δικαιώματα, παιδεία, δικαιοσύνη, ισότητα,
αδελφοσύνη, ελευθερία. Φωνές που σμίγουν σαν νότες μουσικής και μετουσιώνονται
σε τραγούδι, ύμνο, προσευχή…».
Με αυτά τα λόγια ξεσπάθωνε η Σοφία
όταν συναντιόμασταν κάθε φορά που επέστρεφε από τις πορείες στο κέντρο της πόλης
μαζί με τους άλλους!».
«Μα γιατί λες… οι άλλοι;» τη ρωτούσα, «θα
μπορούσες να τους ονομάζεις συνοδοιπόρους ή συντρόφους…».
«Γιατί είμαι εγώ… και οι άλλοι…» αποκρινόταν
εκείνη σκωπτικά, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις.
Μια ζωή η Σοφία επιδαψίλευε τα πάντα
στους άλλους… Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια που τη γνώριζα δεν έχανε ποτέ τις
αγωνιστικές πορείες της. Ήταν η τροφή της, το πάθος της. Με μια σημαία στην
αγκαλιά και όπλο τη φωνή της επαναστατούσε στα «κακώς κείμενα» των εκάστοτε
κυβερνήσεων συμμετέχοντας σε πορείες στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Ένιωθα θαυμασμό και υπερηφάνεια για
τη σπουδαία φίλη μου. Η ζωή την είχε προικίσει με άφθονα αγαθά: υγεία, ευγένεια
ψυχής, καλλιέργεια πνεύματος, ομορφιά, χρήμα… Μολαταύτα, εκείνη δεν εφησύχαζε,
δεν αναπαυόταν στα βασιλικά της δώματα, αγωνιούσε για τα δικαιώματα του λαού -
των «άλλων»!
Ντρέπομαι και οικτίρω τον εαυτό μου
που όσο και αν συναινούσα με τα πιστεύω της φίλης μου, ποτέ δεν την ακολούθησα
στις πορείες της. Ένας ενδόμυχος φόβος υπήρξε η αιτία. Ήταν ο φόβος του
πλήθους!... Ένας φόβος ανομολόγητος…
Είχα πέντε χρόνια να δω τη Σοφία.
Εκείνη παντρεύτηκε και ακολούθησε τον άντρα της σε μια επαρχιακή πόλη της
βόρειας Ελλάδας, κι έτσι έχασα τα ίχνη της…
Οφείλω, ωστόσο, να σας εξομολογηθώ
πως αν η Σοφία είχε πάθος να συμμετέχει σε κάθε είδους πορεία, εγώ είχα πάθος
με τη φύση. Κάθε φορά που κατέβαινα από τα νότια προάστια όπου ζω στο κέντρο
της πόλης δεν παρέλειπα να επισκέπτομαι κάποιες όμορφες γωνιές της Αθήνας. Μία
από αυτές ήταν και το πεδίο του Άρεως.
Ήταν ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο
απόγευμα. Καθόμουν σε ένα παγκάκι διαβάζοντας τα νέα στην εφημερίδα, όταν
ξαφνικά είδα μια όμορφη γυναίκα να έρχεται προς το μέρος μου.
Πετάχτηκα από το παγκάκι έκπληκτος.
«Σοφία…»
Ένα αστραφτερό χαμόγελο έλαμψε στο
ωραίο πρόσωπό της, μα δεν μίλησε. Με αγκάλιασε με θέρμη, αλλά παρέμεινε βουβή.
«Τι συμβαίνει, Σοφία, γιατί δεν
μιλάς;» απόρησα.
Εκείνη έβγαλε από την τσάντα της ένα
σημειωματάριο κι ένα στυλό και πήρε να γράφει…
«Δημήτρη,
δεν έχω πια φωνή να μιλήσω. Προσβλήθηκα από καρκίνο και αφαίρεσα τις φωνητικές
μου χορδές. Τώρα… είμαι καλά!...» έγραψε στο χαρτί που μου έδωσε να
διαβάσω.
Είχα παραλύσει από το ξάφνιασμα.
«Και οι πορείες;…» ψέλλισα.
Η Σοφία κάθισε πλάι μου στο παγκάκι
και έγραψε στο σημειωματάριό της:
«Υπάρχει μια πολιτεία όπου δεν χρειάζεται η
φωνή, ούτε οι οδοιπορίες. Εκεί ανταμώνω τους “άλλους” πλέον… Ανοίγω την πύλη με
ένα απλό πάτημα ενός κουμπιού και περιπλανιέμαι στους εικονικούς δρόμους της…
Ζωγραφίζω στους τοίχους της τη φωνή της ψυχής μου…. Είναι μια ηλεκτρονική
πολιτεία. Οι φίλοι μου την ονομάζουν Facebook. Εγώ τη λέω…
Βαβέλ!».
Χριστίνα Ταράτσα - συγγραφέας
e-mail: xrtaratsa@yahoo.gr